εἰδωλολάτρης — idol worshipper masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… … Dictionary of Greek
εἰδωλολάτραι — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem nom/voc pl εἰδωλολάτρᾱͅ , εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλολατρῶν — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλολάτραις — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλολάτρην — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλολάτρου — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλολάτρῃ — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… … Dictionary of Greek