ειδωλολάτρης

ειδωλολάτρης
ο
θηλ. -ισσα
1. που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα, τους ψεύτικους θεούς.
2. μτφ., που λατρεύει κάποιον υπερβολικά, ο προσωπολάτρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰδωλολάτρης — idol worshipper masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… …   Dictionary of Greek

  • εἰδωλολάτραι — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem nom/voc pl εἰδωλολάτρᾱͅ , εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρῶν — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτραις — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρην — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρου — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρῃ — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”